καραβάνα

καραβάνα
η
(λ. τουρκ.)
1. μεταλλικό δοχείο μέσα στο οποίο κάθε στρατιώτης τρώει το συσσίτιό του: Όταν πας στο στρατό θα τρως σε καραβάνα.
2. η φράση «λόγια της καραβάνας», σημαίνει ανόητους λόγους, αερολογήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καραβάνα — η (Μ καραβάνα) μεταλλικό σκεύος μέσα στο οποίο βάζει ο κάθε στρατιώτης το συσσίτιό του νεοελλ. φρ. 1. «λόγια τής καραβάνας» αερολογίες 2. «παλιά καραβάνα» α) παλιός στρατιωτικός β) άνθρωπος με μεγάλη πρακτική πείρα μσν. 1. μεγάλο πλοίο 2. ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • καραβανάς — ὁ [καραβάνα] 1. ειρωνική προσωνυμία για τους αμόρφωτους και άξεστους μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς τού παλαιού στρατού οι οποίοι δεν προέρχονταν από στρατιωτικές σχολές 2. ειρωνικός χαρακτηρισμός τών μόνιμων στρατιωτικών 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • πατάνη — η, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια αρχ. είδος ρηχού πιάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, χο άνη, σκαπ άνη) και συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • καραβανάς — ο ειρων., απαίδευτος και άξεστος αξιωματικός ή υπαξιωματικός: Δεν τον θέλω τον καραβανά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”