- καραβάνα
- η(λ. τουρκ.)1. μεταλλικό δοχείο μέσα στο οποίο κάθε στρατιώτης τρώει το συσσίτιό του: Όταν πας στο στρατό θα τρως σε καραβάνα.2. η φράση «λόγια της καραβάνας», σημαίνει ανόητους λόγους, αερολογήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.